- μέζε'
- μέζεα , μέζεαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
Мезе — Эта статья о закуске. О городе во Франции см. Мезе (Кальвадос). Тарелка с мезе в Иордании Мезе ил … Википедия
Меззе — Тарелка с мезе в Иордании Мезе или меззе (араб., مَزة, греч. μεζέ, болг. мезé, макед. мéзе, от турецкого meze, изначально от персидского مزه «вкус, закуска» [1][2]) в Западном Средиземноморье это набор закусок или маленьких блюд, часто с… … Википедия
καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… … Dictionary of Greek
ξεροσφύρι — το (άκλ. ως επίρρ.) οινοποσία χωρίς τη συνοδεία μεζέ ή φαγητού … Dictionary of Greek
βοϊδόγλωσσα — η γλώσσα βοδιού: Μας έβγαλε μεζέ βοϊδόγλωσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεζές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. κάθε είδος φαγητού σε μικρή ποσότητα που συνοδεύει οινοπνευματώδη ποτά και σερβίρεται ως ορεχτικό. 2. μτφ., μικρό κέρδος: Από τα κέρδη της εταιρείας του αναλογούσε μόνο ένας μεζές. 3. φρ., «Τον πήρανε στο μεζέ», τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)